- φαλακρότης
- φᾰλακρ-ότης, ητος, ἡ,A baldness on the crown, opp. ἀναφαλαντίασις (in front), Arist. HA518a28.II smoothness, φ. κεφαλῆς of a bone, Hp. Mochl.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλακρότης — baldness on the crown fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητα — φαλακρότης baldness on the crown fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητι — φαλακρότης baldness on the crown fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητος — φαλακρότης baldness on the crown fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρότητα — η / φαλακρότης, ητος, ΝΜΑ [φαλακρός] έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρα αρχ. 1. στιλπνότητα 2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης … Dictionary of Greek